- ἄζωτος
- ἄζωτος, ον,A = ἄζωστος, EM22.21.II [full] ἄζωτον· ἀβίωτον, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἄζωτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄζωτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζωτος — (10ος αι.). Αρμένιος ευγενής, έξαρχος του αυτοκρατορικού τάγματος των Εξκουβίτων, στα χρόνια της βασιλείας του Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού (886 912). Ήταν γιγαντόσωμος και φημιζόταν για τις πολεμικές του αρετές. Νυμφεύτηκε την κόρη της Αγγουρίνης,… … Dictionary of Greek
ἄζωτον — ἄζωτος masc/fem acc sg ἄζωτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀζώτου — Ἄζωτος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζώτου — ἄζωτος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀζώτους — Ἄζωτος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζώτους — ἄζωτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀζώτῳ — Ἄζωτος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζώτῳ — ἄζωτος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄζωτον — Ἄζωτος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)